- νεαοιδός
- νεαοιδός, -όν (Α)αυτός που τραγουδά με νεανικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + ἀοιδός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεαοιδόν — νεαοιδός singing.youthfully masc/fem acc sg νεαοιδός singing.youthfully neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεαρωδός — νεαρῳδός, όν (Α) νεαοιδός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + ῳδός (< ᾠδή) πρβλ. κιθαρ ωδός] … Dictionary of Greek